- κορυνομάχος
- κορυνομάχος,A gloss on κορυνήτης, Hsch.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
κορυνομάχος — κορυνομάχος, ὁ (Α) αυτός που μάχεται με κορύνη, με ρόπαλο, ροπαλοφόρος πολεμιστής. [ΕΤΥΜΟΛ. < κορύνη + μάχος (< μάχη), πρβλ. μονο μάχος, ξιφο μάχος] … Dictionary of Greek
μάχομαι — (ΑM μάχομαι) 1. διεξάγω ή συνάπτω μάχη, κάνω πόλεμο, πολεμώ 2. καταβάλλω έντονες προσπάθειες για να φέρω κάτι σε πέρας, πασχίζω να πετύχω κάτι, αγωνίζομαι με όλες μου τις δυνάμεις να πραγματοποιήσω τους σκοπούς μου, καταβάλλω μεγάλους κόπους ώστε … Dictionary of Greek